απολυτίκιο

απολυτίκιο
(din) o güne ilişkin ilahi

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απολυτίκιο — Εκκλησιαστικό ποίημα στο οποίο με συντομία αναπτύσσεται το ιστορικό της γιορτής της ημέρας. Τα α. είναι καθιερωμένα στη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πρόκειται για μελοποιημένα ποιήματα και αποτελούν τα βασικά τροπάρια που επαναλαμβάνονται …   Dictionary of Greek

  • απολυτίκιο — το (εκκλησ.), τροπάριο που αναφέρεται στην εορτή της ημέρας και ψάλλεται στη λειτουργία και στην απόλυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάληψη — I Κατά τη διδασκαλία της εκκλησίας, είναι το γεγονός κατά το οποίο ο Ιησούς Χριστός, σαράντα ημέρες μετά την Ανάστασή του, «ανελήφθη εις τους ουρανούς» και έτσι επέστρεψε πάλι στους κόλπους του Ουράνιου Πατέρα Του με τη «θεωθείσα» και… …   Dictionary of Greek

  • απολυτικός — ή, ό (ΑΜ ἀπολυτικός), ή, όν) [απόλυσις] μσν. νεοελλ. ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή αρχ. μσν. 1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν… …   Dictionary of Greek

  • εισοδικός — ή, ό (Μ εἰσοδικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην είσοδο 2. το ουδ. ως ουσ. το εισοδικό σύντομος ύμνος από έναν ψαλμικό στίχο και το εφύμνιο «Σῶσον ἡμᾱς Υἱὲ Θεοῡ... Ἀλληλούια», ο οποίος ψάλλεται κατά τη μικρή είσοδο τής Λειτουργίας… …   Dictionary of Greek

  • εσπερινός — ή, ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, ή, ό (ΑΜ ἑσπερινός, ή, όν) [εσπέρα] 1. ο βραδινός, ο εσπέριος 2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος) η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση τού ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια… …   Dictionary of Greek

  • τίκτω — ΝΜΑ (λόγιος τ.) 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) γεννώ (α. «ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει», Απολυτίκιο Χριστουγέννων β. «ὅν τίκτε Διὶ φίλος ἱππότα Φυλεύς», Ομ. Ιλ. γ. «Στάσις καὶ Κρόνος... τίκτετον τύραννον», Κρατίν.) 2. (για πτηνά)… …   Dictionary of Greek

  • ύμνος — Ποιητικομουσική σύνθεση, της οποίας κεντρικό στοιχείο είναι –από αρχαιοτάτων χρόνων– η εξύμνηση, ακόμα και τελετουργική, των θεοτήτων, των ηρώων, των δυνάμεων της φύσης. Στην έννοια αυτή περιλαβαίνονται οι μαγικοί ύ. των πρωτόγονων λαών, οι… …   Dictionary of Greek

  • άψαλτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν ψάλθηκε: Άψαλτο το χουν ακόμη το απολυτίκιο του αγίου. 2. εκείνος στον οποίο δεν ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία: Οι νεκροί πλήθυναν τόσο που τους έθαβαν άψαλτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”